ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ
ΕΝΟΡΙΑ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΙΑΤΙΣΤΑΣ
Μεγάλη Τεσσαρακοστή 2020
Ἀγαπητοί μου Ἐνορίτες,
Σᾶς προσφωνῶ, ἀγαπητούς μου ἐνορίτες, γνωρίζοντας τό ὕψος καί τό βάθος καί τήν ἔκταση αὐτῆς τῆς ἐκφράσεως. Χωρίς νά θέλω νά γράψω πραγματεία ἤ σύγγραμμα, θά ἤθελα πολύ συντόμως νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας τό μέγεθος αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, πού ὀνομάζεται «Ἐνορία», ὥστε νά γνωρίζει ὁ κάθε χριστιανός – ἐνορίτης τί εἶναι ἡ Ἐνορία καί ποιά θά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση μας καί ἡ στάση μας πρός τήν Ἐνορία.
Κατ’ ἀρχήν, ὅταν χειροτονεῖται κάποιος πιστός σέ Πρεσβύτερο, κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας του παίρνει ἀπό τόν Ἐπίσκοπο πού τόν χειροτονεῖ κάποια δικαιώματα, διά τῶν εὐχῶν τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας. Λέει σέ μία εὐχή κατά τήν χειροτονία: «παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ θυσιαστηρίῳ σου, κηρύσσειν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσφέρειν σοι δῶρα καί θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τόν λαόν σου διά τῆς τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας».
Δηλαδή, τό πρωταρχικό καθῆκον καί ἡ ὑποχρέωση ἀλλά καί τό δικαίωμα τοῦ Πρεσβυτέρου – Ἐφημέριου εἶναι νά τελεῖ τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἐνορίας, στήν ὁποία τοποθετεῖται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο. Διά τῆς χειροτονίας ὁ Πρεσβύτερος γίνεται ὁ Ἱερέας τῆς Ἐνορίας ἀντί τοῦ Ἐπισκόπου, καί μέ ἀδιάσπαστη ἑνότητα μαζί του (sacerdos). Ὁ Ἱερέας, λοιπόν, ἁγιάζει τούς ἐνορίτες διά τῆς Θείας λατρείας, διά τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου, διά τῆς προσφορᾶς δώρων καί θυσιῶν πνευματικῶν, δι’ ὅλων τῶν μυστηρίων, προηγουμένου τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Μέ ὅλα αὐτά, ὅλοι ὅσοι ἔρχονται στόν Ναό καί μετέχουν στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας γίνονται μαζί μέ τόν Ἱερέα, Ἐκκλησία, δηλαδή γίνονται Σῶμα Χριστοῦ!
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ὁ Ἰησοῦς Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνες», ὁ ὁποῖος Ἰησοῦς Χριστός «χθές καί σήμερον εἶναι ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας». Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδή, ἔχει δική της λειτουργική ζωή καί παράδοση, πού διαμορφώνουν τό ἦθος τῶν μελῶν της, ὅλων τῶν πιστῶν.
Ὅταν ὁ ἐνορίτης γνωρίζει αὐτά καί τά βιώνει, τότε κινεῖται πρός τό «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», πρός τήν σωτηρία, βαδίζει πρός τήν θέωση.
Ὅμως, γιά νά γίνουν ὅλα αὐτά πραγματικότητα, θά πρέπει νά κατανοήσουμε τήν ἔννοια τοῦ Ἐφημερίου τῆς Ἐνορίας ὡς ποιμένος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο λαό, καλεῖται ἐκεῖνος νά διακονήσει.
Ὁ Ἱερέας ἐκλέγεται καί χειροτονεῖται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, γιά μία συγκεκριμένη Ἐνορία, τῆς ὁποίας τά μέλη γίνονται τά πνευματικά τέκνα του. Γι’ αὐτό ἀπό τή στιγμή ἐκείνη τόν προσφωνοῦν «πάτερ», δηλαδή πατέρα μου, καί ἐκεῖνος προσφωνεῖ τά μέλη τῆς Ἐνορίας «τέκνα», δηλαδή παιδιά μου. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ποιμένας τῆς Ἐνορίας καί οἱ ἐνορίτες τά λογικά πρόβατα, τά ὁποῖα, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «καλεῖ κατ’ ὄνομα» καί τά ὁποῖα «ἀκοῦν τήν φωνήν του, καί ὅταν ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, τόν ἀκολουθοῦν, διότι γνωρίζουν τήν φωνήν του». (Ἰωάνν. Ι΄ 4-5)
Τί εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐνορία;
Ἡ λέξη, ὁ ὅρος Ἐνορία, παράγεται ἀπό τό ἐπίθετο ἐνόριος καί σημαίνει ἱστορικά, τόν χῶρο ἐντός τῶν ὁρίων, μία καθορισμένη περιοχή ἤ τοπική περιφέρεια. Ἡ Ἐνορία εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική περιφέρεια ἑνός Ναοῦ (ἐνοριακοῦ), ἀπό τόν ὁποῖο ἀντλεῖ καί τό ὄνομά της, (π.χ. Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νικολάου), ὅπως ἀντλοῦν τό ὄνομά τους καί τό σύνολο τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν στήν ἴδια περιφέρεια καί συνέρχονται γιά τίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις στόν Ἐνοριακό Ναό (π.χ. Ἐνορίτης τοῦ Ἁγίου Νικολάου).
Ἡ Ἐνορία εἶναι ὁ πυρήνας τῆς ποιμαντικῆς καί διοικητικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς «σώματος Χριστοῦ» καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ὁ πιστός ζεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή καί πράξη τῆς Ἐνορίας του, μέσα στήν ὁποία, ἀγωνιζόμενος καί ἁγιαζόμενος, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, τόν Κύριο τῆς Ἐκκλησίας, καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του. Ἔτσι, πραγματοποιεῖ συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξη καί ἐκκλησιαστικότητά του. Ζεῖ μέσα στόν Χριστό, ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἐνορία εἶναι τό βασικό εὐχαριστιακό «κύτταρο», χωρίς τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία.
Σέ κάθε τέλεση Θείας Εὐχαριστίας, «παρών εἶναι ὁ ὅλος Χριστός, καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα τμῆμα του, ἔτσι, ὥστε, ὅταν ἡ τοπική Ἐνορία τελεῖ τά Θεῖα Μυστήρια, ἐκφράζει κατά τρόπο ὁρατό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, στήν ὁλότητά της». (Κάλλιστος Ware Ἐπίσκοπος Διοκλείας). Ὁπότε, ἄν θέλουμε νά εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή μας πρέπει νά εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τήν κύρια τακτική τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, στόν τοπικό ἐνοριακό Ναό. Ὅπως καί τίς κατά τόπους μοναστικές κοινότητες, ἡ ζωή τῶν μοναζόντων πρέπει νά εἶναι ἄρρηκτα δεμένη μέ τήν κύρια τακτική τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, στό καθολικό τῆς Μονῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, (Α΄ αἰώνας μ.Χ.) ἀπευθυνόμενος στούς χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του, τόνιζε ὅτι «πρέπει ὅλοι οἱ πιστοί τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας (ἐνορίας) νά συναντῶνται σέ μία Εὐχαριστία, νά συναθροίζονται γύρω ἀπό μία τράπεζα καί νά πίνουν ἀπό ἕνα Ποτήριο».
Ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφοντας στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων τήν ζωή τῆς πρώτης Χριστιανικῆς «Ἐνορίας», τῆς κοινότητας τῆς Ἱερουσαλήμ, μετά τήν Πεντηκοστή, γράφει: «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων, καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς. Πάντες δέ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπί τό αὐτό καί εἶχον ἅπαντα κοινά». (Πράξ. Β΄ 42-44) Ἀκόμη δέ, «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία». (Πράξ. Δ΄ 32)
Ἡ καθολική Ἐκκλησία ἐνεργεῖ σέ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο, στήν Ἐνορία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πνευματική μας οἰκογένεια.
Στή μήτρα – κολυμβήθρα τῆς Ἐνορίας μας γεννηθήκαμε καί στή ζωή τῆς Ἐνορίας μας ἀναγεννώμασθε στό λειτουργικό γίνεσθαι.
Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐνορία, καί συνιστᾶ τόν Ναό ὡς τό κέντρο της, τόν κατεξοχήν χῶρο της.
Στόν Ναό τῆς Ἐνορίας βαπτιζόμαστε, χριόμαστε, κατηχούμαστε, συμπροσευχόμαστε, κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖ προσερχόμαστε κατά τίς μεγάλες γιορτές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου, Μεγάλη Ἑβδομάδα, Πάσχα, Πεντηκοστή, Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, Χαιρετισμοί, Παρακλήσεις, γιορτή τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τῶν ὀνομαστικῶν μας Ἁγίων).
Ἐκεῖ γίνονται ὁ γάμος μας, ἡ κηδεία μας, τά μνημόσυνά μας. Ἐκεῖ ζοῦμε τίς χαρές καί τίς λύπες, τίς δικές μας καί τῶν ἄλλων. Ὅλων τῶν ἐνοριτῶν.
Ἡ Ἐνορία εἶναι ἡ εὐχαριστιακή οἰκογένεια, ὅπου ὅλοι οἱ ἐνορίτες εἶναι τά ἀδέλφια, μέ ὅλες τίς πνευματικές καί κοινωνικές καί οἰκονομικές προεκτάσεις. Μέ τά προτερήματα ἤ καί μειονεκτήματα ὁ καθένας. Ἀντιλαμβανόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, συμπαραστεκόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἀλληλοβοηθούμαστε. Δημιουργοῦμε τό κοινωνικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐνορία γίνεται ὁ χῶρος τῆς σαρκώσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία γιά τόν χριστιανό τοῦ κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐνορία εἶναι ξενιτειά. Χωρίς Ἐνορία, ὅλα εἶναι ἕνας ἱερός ἰδεαλισμός.
Στήν Ἐνορία πορευόμαστε ἀπό τήν ὕπαρξη στήν συνύπαρξη, ἀπό τό ἐγώ στό ἐσύ, ἐπειδή ἡ πραγματική πνευματικότητα ἀρχίζει ὅταν μπαίνει στή ζωή μας «ὁ ξένος», ὁ διαφορετικός. Ὅταν μπαίνουν οἱ πάντες, καί οἱ ἄνδρες καί οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά καί οἱ γέροντες καί οἱ ζωντανοί καί οἱ κεκοιμημένοι. Ὅλοι αὐτοί, μᾶς κάνουν οἰκείους μέ τήν αἰώνια ζωή.
Στήν Ἐνορία βλέπουμε ὅλους τούς ἐνορίτες ὡς συνοδοιπόρους καί ὄχι ὡς ἀπειλή. Ὅταν πηγαίνω ἀλλοῦ νά ἐκκλησιασθῶ, νά προσευχηθῶ ἤ νά κοινωνήσω, ἐπειδή δέν θέλω νά βλέπω τόν συνενορίτη μου, τότε ζῶ μία κόλαση καί ὄχι τόν Παράδεισο, ὅπως διεκήρυττε ὁ ἄθεος Γάλλος φιλόσοφος Ζάν Πώλ Σάρτρ.
Νά προσέξουμε πολύ. Ἡ ἐνοριακή πίστη εἶναι αὐτή: Ὁ ἄλλος, εἶναι ὁ πλησίον μου, εἶναι ὁ Παράδεισός μου καί ὄχι ἡ κόλασή μου. Εἶναι ὁ πατέρας μου, ὁ Ἱερέας. Εἶναι τά ἀδέλφια μου καί οἱ ἀδελφές μου, οἱ ἱεροψάλτες, οἱ νεωκόροι, οἱ ἐπίτροποι, οἱ ἀσχολούμενοι μέ τό ἔργο τῆς φιλανθρωπίας, οἱ κυρίες καί οἱ κοπέλες πού φροντίζουν γιά τήν καθαριότητα τοῦ Ναοῦ, τόν καλλωπισμό, τά πρόσφορα, τά κόλλυβα, τά κεράσματα, τή μουσική, τίς ποικίλες ἐκδηλώσεις. Εἶναι τά παιδιά τῶν κατηχητικῶν, τά παπαδάκια. Ὅλοι στήν Ἐνορία εἴμαστε μία ἐν Χριστῷ οἰκογένεια, ὅπου ὅλοι μαζί, βοηθώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, βαδίζουμε τόν δρόμο πρός τήν σωτηρία, πρός τήν θέωση.
Ἡ Ἐνορία εἶναι «ἐργαστήριο ἁγιότητος», ὅπως ἤθελε τήν Ἐκκλησία ὁ Ἱερός Χρυσόστομος.
Ὁ στόχος θά πρέπει νά εἶναι τό πῶς ὁ Ναός νά γίνει τό ἀπόλυτο κέντρο ζωῆς τῆς Ἐνορίας. Ἐκεῖ, μέ τή μετοχή μας στή Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, θά φθάσουμε ὅλοι «στήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὅπου ὅλοι μαζί θά παραθέσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀγκαλιά καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πρώτου καί μεγάλου ἀδελφοῦ μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, θά φθάσουμε «νά ἐπικαλούμαστε τόν ἐπουράνιο Θεό καί νά τόν φωνάζουμε»: «Πάτερ ἡμῶν», πατέρα μας!
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά εὐχηθῶ σέ ὅλους νά κατανοήσουμε τήν σπουδαία καί ζωτική ἔννοια καί πραγματικότητα τῆς Ἐνορίας.
Μόνον ἔτσι θά ἀναδειχθεῖ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ στόν τόπο μας καί στήν ἐποχή μας.
Ἔτσι θά φανοῦν οἱ εὐλογίες τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν καθένα καί σέ ὅλους μαζί.
Ἔτσι θά χαιρόμαστε ὅλοι μ’ αὐτούς πού χαίρονται καί θά κλαῖμε ὅλοι μ’ αὐτούς πού κλαῖνε.
Ἔτσι δέν θά ὑπάρχει μέλος τῆς Ἐνοριακῆς οἰκογένειας, πού θά πάσχει μόνο του ἤ θά χαίρεται μόνο του.
Ἔτσι θά φανεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅπως τόν ἔπλασε καί ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός.
Ἔτσι θά φθάσουμε ὅλοι μαζί στή σωτηρία, στή θέωση, στή Βασιλεία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήν ἀτελεύτητη μακαριότητα, βλέποντας τόν Ἰησοῦ Χριστό «καθώς ἐστί».
Ἔτσι θά καταισχυνθεῖ αὐτός πού πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία, τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν, πού δέν ἐπιθυμεῖ τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν ἁγνότητα, τήν ἀλληλοβοήθεια, αὐτός πού δέν θέλει τήν παρουσία τοῦ ἀγαπημένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτήρα μας.
Ἔτσι θά λάμψει ἡ Ἐνορία ὡς «φῶς ἐπί τήν λυχνίαν» καί ὡς «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη», καί θά προβάλλει διηνεκῶς τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί θά προσκαλεῖ τούς ἀνθρώπους σ’ Αὐτόν!
Μέ πολύ μεγάλο πόθο γιά τήν ἀναζωπύρωση
καί τήν ἐνδυνάμωση καί τή ζωντάνια τῆς Ἐνορίας μας.
Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Βασίλειος Λ. Βασιλείου