Με λαμπρότητα και σε κλίμα πνευματικής χαράς, την Τρίτη το βράδυ 26 Μαΐου 2020 στην Ενορία του Αγίου Νικολάου και στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου έγινε αγρυπνία με αφορμή την Απόδοση της εορτής του Πάσχα.
Ο αγρυπνία κατ’ αυτή την ημέρα της Απόδοσης της εορτής, φέτος είχε μεγάλη σημασία για τους πιστούς, οι οποίοι δεν μπόρεσαν τις άγιες ημέρες του Πάσχα να τις εορτάσουν εντός των Ιερών Ναών. Πλήθος πιστών, τηρουμένων τα μέτρα πρόληψης για την «πανδημία», προσήλθαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου, προσκύνησαν την εικόνα και το λάβαρο της Αναστάσεως του Χριστού, άναψαν το κερί τους, προσευχήθηκαν, άκουσαν τους ύμνους της εορτής της Αναστάσεως και αρκετοί παρέμειναν στον Ιερό Ναό ως το τέλος της Θείας Λειτουργίας και κοινώνησαν.
Η Ιερά Αγρυπνία εψάλη όπως την νύκτα της Αναστάσεως, σύμφωνα με το τυπικό της Αγίας μας Εκκλησίας. Μετά την απόλυση της ακολουθίας του εσπερινού, ο πρωτοπρεσβύτερος π. Βασίλειος μίλησε σχετικά για την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και τις εμφανίσεις Του στους μαθητές του και πολλούς άλλους.
Αμέσως μετά οι Ιερείς π. Βασίλειος και π. Νέστορας έψαλαν το «Δεύτε λάβετε φως…», το οποίο και μετέδωσαν στους πιστούς. Στη συνέχεια ο π. Βασίλειος διάβασε το Β΄ εωθινό ευαγγέλιο στο μέσον του Ναού και μετά το «Δόξα τῆ ὁμοουσίω καί ζωοποιῶ καί ἀδιαιρέτω Τριάδι…», έψαλε πανηγυρικά το «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…», ενώ ταυτόχρονα χτυπούσαν οι καμπάνες του Ναού και έψαλαν μαζί του όλοι οι πιστοί. Μετά τις δέκα φορές του τροπαρίου «Χριστός ἀνέστη…» εψάλη ο όρθρος, όπως και κατά τη νύκτα της Αναστάσεως και στη συνέχεια η Θεία Λειτουργία.
Κατά την ομιλία του ο π. Βασίλειος είπε τα εξής:
Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἀποδίδει τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ἠχώ τῆς μεγάλης διακηρύξεως τοῦ μοναδικοῦ, στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, καί μεγίστου γεγονότος, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ πραγματικά. Τό βεβαίωσαν οἱ πάμπολλοι αὐτόπτες μάρτυρες καί οἱ ὑπεύθυνοι γιά τόν σταυρικό θάνατο τοῦ καταδικασμένου Ἰησοῦ.
Αὐτό τό ὁποῖο ἐνδιαφέρει τόν κάθε ἄνθρωπο καί εἶναι βασικό στοιχεῖο γιά τήν πίστη στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἄν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πραγματικά. Αὐτό εἶναι τό βασικότατο σημεῖο τῆς πίστεώς τῆς Ἐκκλησίας μας καί εἶναι αὐτό τό ὁποῖο συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ αὐτή τήν ἀληθινή σχέση μας μέ τόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό.
Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, ὅλο τό οἰκοδόμημα τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι μάταιο. Δέν ἔχει καμμία ἀξία. Ὅσο ὄμορφο κι ἄν εἶναι. Ἄν, ὅμως, ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, τότε ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀξία ἄπειρη. Δέν ὑπάρχει σύγκριση μέ τίποτα. Τότε, εἶναι μάταια ὅλα τά ἄλλα.
Ὁπότε καταλαβαίνουμε πόσο σπουδαῖο εἶναι νά γνωρίζουμε, ἄν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε πραγματικά. Ἀπό αὐτό, ἐξαρτᾶται ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, καί αὐτή πού ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ βιολογικά ἀλλά κυρίως ὁλόκληρη ἡ προσωπικότητά μας, ὡς ἄνθρωποι αἰώνιοι, χωρίς χρονικό τέλος. Ἐξαρτᾶται ἡ θέση μας, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, ἄν θά εἴμαστε κοντά στόν Θεό ἤ μακρυά ἀπό Αὐτόν. Ὅπως ἀντιλαμβανόμαστε, δέν εἶναι μία παρονυχίδα στή ζωή μας ἀλλά τό μέγιστο.
Τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονός τόσο χειροπιαστό ὅσο καί τόσο ἄπιαστο. Εἶναι ἕνα γεγονός ἱστορικό, ὑπαρξιακό καί ἐσχατολογικό. Δέν μπορεῖς νά τό βάλεις κάτω ἀπό τό μικροσκόπιο οὔτε νά τό ἐξετάσεις μέ τήν πεπερασμένη λογική σου οὔτε νά ἀπαιτήσεις νά σέ καταπιέσει ὁ Θεός, μέ μία ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑπάρχουν, βέβαια, πάμπολλες ἀποδείξεις – τεκμήρια, πού ἄν ἔχεις καλή διάθεση, βλέπεις τόν ἀναστημένο Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἀφουγκράζεσαι. Ἄν δέν ἔχεις, τότε δέν μπορεῖς νά ἀντιληφθεῖς τίποτα.
Γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων: Ὁ Ἰησοῦς «παρέστησεν (στούς ἀποστόλους) ἑαυτόν ζῶντα μετά τό παθεῖν αὐτόν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καί λέγων τά περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ». (Πράξ. Α΄ 3) Ὁ Χριστός μετά τό πάθος του, ἐπί σαράντα ἡμέρες, ἐμφάνισε τόν ἑαυτό του ζωντανό στούς μαθητές του πολλές φορές, παρέχοντας πολλές ἀποδείξεις γιά τήν ἀνάστασή του, ὁμιλώντας γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί εὐαγγελιστές, ἀναφέρονται σ’ αὐτό τό σημαντικότατο γεγονός μέ πολλή ἀκρίβεια καί λεπτομέρεια καί ὑπευθυνότητα. Εἶναι οἱ αὐτόπτες μάρτυρες, οἱ ἀμερόληπτοι καί ἀκριβεῖς ἱστορικοί, πού μέ φόβο Θεοῦ θέλουν νά μᾶς διηγηθοῦν γεγονότα ἀληθινά.
1.- Ὁμιλοῦν γιά τόν κενό (ἄδειο) τάφο τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν πῆγαν, πολύ πρωί, οἱ γυναῖκες γιά νά ρίξουν τά ἀρώματα στό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, βρῆκαν τόν τάφο ἄδειο. Ἀπουσίαζε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Στόν τάφο εἶδαν μόνο τά σεντόνια, πού τήν Παρασκευή, μετά τή σταύρωση, ὁ Νικόδημος καί ὁ Ἰωσήφ εἶχαν τυλίξει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καί τό μαντήλι τῆς κεφαλῆς του. (Λουκ. ΚΔ΄ 3, Ἰωάνν. Κ΄ 4-7).
2.- Οἱ ἄγγελοι οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται, λέγουν στίς γυναῖκες καί ἀργότερα στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὅτι, «ὁ Χριστός, δέν εἶναι ἐδῶ, ἀλλά ἀναστήθηκε», καί τούς ἐνημερώνουν, ποῦ θά τούς συναντήσει. (Ματθ. ΚΗ΄ 5-7, Μάρκ. ΙΣΤ΄ 4-7)
3.- Οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τόν τάφο τοῦ Χριστοῦ, μετά τόν σεισμό καί τό κύλισμα τῆς πλάκας πού ἔκλεινε τόν τάφο, ἔρχονται καί ἀναγγέλλουν στούς Φαρισαίους ὅτι, «ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί τό σῶμα του λείπει» ἀπό τόν τάφο πού φύλαγαν. (Ματθ. ΚΗ΄ 11-15)
4.- Οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι χωρίς νά ἐρευνήσουν τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, προβάλλουν μία ἀνόητη αἰτιολογία ὅτι, «οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ ἔκλεψαν τό νεκρό σῶμα του, ὅταν οἱ στρατιῶτες κοιμοῦνταν». Καί ἐρωτᾶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «Πῶς εἶδαν ὅτι ἔκλεψαν τό σῶμα οἱ μαθητές του, ἐνῶ ἐκοιμῶντο;» Ἐπίσης τούς πλήρωσαν, γιά νά διακηρύξουν στόν κόσμο ὅτι, συνέβη ἔτσι. (Ματθ. ΚΗ΄ 13-14)
5.- Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ καί οἱ μυροφόρες, ὅπως φαίνεται μέσα στά εὐαγγέλια, τά ὁποῖα καταγράφουν τά γεγονότα μέ κάθε λεπτομέρεια, δείχνουν ὅτι δέν περιμένουν τήν Ἀνάσταση καί ἀρχικά δυσπιστοῦν. Ἔτσι «ἀναγκάζουν» τόν Χριστό νά κάνει πολλές ἐμφανίσεις, ὥστε νά πεισθοῦν γιά τήν Ἀνάστασή του.
6.- Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται πολλές φορές στούς μαθητές. Ἕντεκα (11) ἀπ’ αὐτές τίς φορές εἶναι καταγραμμένες στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει ὅτι, ὁ Ἰησοῦς ἦταν «συναλιζόμενος», συνέτρωγε καί συναναστρεφόταν, δηλαδή, μέ τούς μαθητές του ἐπί σαράντα ἡμέρες, ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε μέχρι τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς. Ὁ Ἰησοῦς τήν πρώτη ἡμέρα πού ἀναστήθηκε τρώει μπροστά στούς μαθητές του. (Λουκ. ΚΔ΄ 42-43). Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ καί λέγει: «Ἐμεῖς φάγαμε καί ἤπιαμε μαζί μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, μετά τήν ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς». (Πράξ. Ι΄ 41)
7.- Ὁ Ἰησοῦς μετά τήν ἔγερσή του ἐμφανίζεται ὑγιής, χωρίς κάποιο ἴχνος κακουχίας, οὔτε ὡς τραυματισμένος πού ξέφυγε τό θάνατο. Δέν ἔρχεται νά ζητήσει βοήθεια καί θεραπεία. Εἶναι ὑγιέστατος. Στό σῶμα του παραμένουν μόνο οἱ τρύπες, τά σημάδια, πού ἄφησαν τά καρφιά καί ἡ λόγχη. Αὐτά, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, εἶναι τά παράσημά του καί οἱ ἀποδείξεις ὅτι, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος ἔπαθε, καρφώθηκε, λογχίσθηκε καί ἀπέθανε.
8.- Οἱ ἕνδεκα μαθητές του, οἱ μυροφόρες γυναῖκες καί ἄλλοι πολλοί βλέπουν τόν ἀναστημένο Χριστό, τόν ἀκοῦν (συζητοῦν μαζί του), τόν ψηλαφοῦν καί συντρώγουν.
9.- Τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα μετά τήν Ἀνάσταση, πρίν ἀναληφθεῖ, εἶναι συγκεντρωμένοι περισσότεροι ἀπό πεντακόσιοι (500) ἄνθρωποι, καί μετά ἀπό διδασκαλία καί συζήτηση μέ τόν Ἰησοῦ, τόν βλέπουν νά ἀνεβαίνει μέ τό σῶμα του στούς οὐρανούς. (Πράξ. Α΄ 6-13 καί Α΄ Κορ. ΙΕ΄ 6)
10.- Τό κεντρικό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἀπόστολοι περιοδεύουν ὁλόκληρη τή γῆ, ταλαιπωροῦνται ἀφάνταστα, δέν ὑποκύπτουν στίς ἀπειλές τῶν ἀρχόντων καί τῶν αὐτοκρατόρων, δίνουν ἀκόμη καί τή ζωή τους, διδάσκοντες τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ καί τήν Ἀνάστασή του.
Ὁ κάθε ὑγιῶς σκεπτόμενος ἄνθρωπος διερωτᾶται: Ἄν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, γιατί νά ταλαιπωρηθοῦν τόσο καί νά ὑποστοῦν θάνατο ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι κηρύττοντας τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ;
Ἄν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕνα ψέμα, ἕνα δικό τους κατασκεύασμα, οἱ Ἀπόστολοι θά ἦταν πολύ ἀνόητοι γιά νά τό ὑπερασπισθοῦν ὅλοι μέχρι θανάτου. Εἶναι φανερό ὅτι, δέν πεθαίνει κανείς γιά ἕνα ψέμα.
Τά ἑκατομμύρια τῶν μαρτύρων, κατά τή διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων μέχρι σήμερα, πάσχουν καί δίνουν τή ζωή τους, ἐπειδή πιστεύουν στήν Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐλπίζουν στή δική τους ἀνάσταση.
Τά ἑκατομμύρια τῶν ἀσκητῶν, ὅλα τά χρόνια τοῦ χριστιανισμοῦ, ζοῦν αὐτή τή σκληρή ἀσκητική ζωή, ἐπειδή πιστεύουν στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Τά δισεκατομμύρια τῶν πιστῶν χριστιανῶν, ἀπό τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου κατά τήν Πεντηκοστή μέχρι σήμερα, βιώνουν τή χαρά τῆς ἀλήθειας, τοῦ ἤθους, τῆς ἁγνότητας καί τῆς κοινωνικότητας, καθώς καί τήν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας, τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς μακαριότητας στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ζοῦν μέ τό: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, εἶναι ἕνα ἱστορικό γεγονός, πού ὁ καθένας μπορεῖ νά ἀποκτήσει πείρα. Γιά νά ἀποκτήσουμε, ὅμως, πείρα, χρειάζεται ἡ κάθαρση τῶν αἰσθήσεων ἀπό τόν καθημερινό συσκοτισμό τῆς κοσμικῆς καθημερινότητας. Χρειάζεται τό ἄδειασμα ἀπό ὅλους τους ἐγωκεντρικούς καί ἀνθρωποκεντρικούς θορύβους, γιά νά ἀκουστεῖ ἡ φωνή τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέσα στή δική μας σιωπή.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις μποροῦμε νά δοῦμε τόν Ἀναστάντα Κύριο «ἐξαστράπτοντα καί χαίρετε φάσκοντα» καί νά ὑπερβοῦμε τά ἐφιαλτικά σύνδρομα τῆς ἐνοχῆς, τῆς ἀγωνίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Μποροῦμε νά ἔχουμε τήν πραγματική χαρά!
Ἕνας ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας λέγει: «Χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται τῆς Ἀναστάσεως τήν πείραν εἰληφότα», δηλαδή, ὅλα ἔχουν γεμίσει μέ χαρά ἐπειδή ἔχουν λάβει πείρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἀναστάς Ἰησοῦς Χριστός νά χαρίζει σέ ὅλους τούς πιστούς τήν δική χαρά! Ἀδελφοί μου, Χριστός Ἀνέστη!!!»